-
1 ἀκηδία
A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45.3 c. gen., neglect, disregard,τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1
.
См. также в других словарях:
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek